- βρομύλος
- οβρομερός, επιρρεπής σε βρόμικες πράξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < βρόμα + (παραγ. κατάλ.) -ύλος, ενώ κατ' άλλους σχηματίστηκε στους αρχαίους χρόνους αναλογικά προς τα επίθ. σε -ύλος (πρβλ. δριμύλος, ηδύλος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.